μπλάστρώμα

μπλάστρώμα
το накладывание пластыря

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπλάστρώμα" в других словарях:

  • μπλάστρωμα — το το να βάλει κανείς σε μέρος του σώματος έμπλαστρο: Μου πέρασε ο πόνος στον αυχένα με μπλάστρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλάστρωμα — το [μπλαστρώνω] τοποθέτηση εμπλάστρου, επίθεση καταπλάσματος …   Dictionary of Greek

  • εμπλάστρωμα — και μπλάστρωμα, το τοποθέτηση εμπλάστρου πάνω στο δέρμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»